- φυσούνι
- το, Ν1. η φυσούνα2. είδος παραδοσιακού κυκλικού χορού για άνδρες και γυναίκες, πιθανώς από την περιοχή τής Πρέβεζας, που εκτελείται σε εννέα χρόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ, κατά τα ονόμ. σε -ούνι (πρβλ. κουδ-ούνι)].
Dictionary of Greek. 2013.